- υλοτόμηση
- η, Νη κοπή δένδρων από το δάσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υλοτομώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑλοτόμησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
λαθροϋλοτομία — η [λαθροϋλοτόμος] υλοτόμηση που γίνεται χωρίς άδεια τής δασικής υπηρεσίας, παράνομη υλοτομία … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
δασικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δάσος: Σε ορισμένες περιοχές η υλοτόμηση απαγορεύεται από τη δασική υπηρεσία. 2. ως ουσ., δασικός, ο, η υπάλληλος που εργάζεται στη δασική υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασοκομία — η κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με τη φροντίδα των δασών: Η υλοτόμηση των δασών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις υποδείξεις της δασοκομίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)